- ἀθρυψίᾳ
- ἀθρυψίᾱͅ , ἀθρυψίαa simple way of lifefem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αθρυψία — ἀθρυψία, η (Α) [ἄθρυπτος] έλλειψη μαλθακότητας και πολυτέλειας, λιτότητα στον τρόπο ζωής … Dictionary of Greek
άθρυπτος — και φτος, η, ο (Α ἄθρυπτος, ον) αθρυμμάτιστος, άθραυστος αρχ. 1. αυτός που δεν επηρεάζεται από κάποιον ή κάτι 2. ο μη επιτηδευμένος, ο απροσποίητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + θρύπτω. ΠΑΡ. αρχ. ἀθρυψία] … Dictionary of Greek